κτισματολάτρης

κτισματολάτρης
κτισματο-λάτρης, , der geschaffene Dinge anbetet

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κτισματολάτρης — ο, θηλ. κτισματολάτρις (AM κτισματολάτρης, θηλ. κτισματολάτρις, ιδος) αυτός που λατρεύει τα κτίσματα αντί για τον δημιουργό, ειδωλολάτρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτίσμα, ατος + λάτρης (< λάτρον), πρβλ. αρχαιο λάτρης, ειδωλο λάτρης] …   Dictionary of Greek

  • κτισματολατρία — η (Α κτισματολατρεία) [κτισματολάτρης] η λατρεία τών δημιουργημάτων αντί τού δημιουργού τους, ειδωλολατρία …   Dictionary of Greek

  • κτισματολατρώ — κτισματολατρῶ, έω (Α) [κτισματολάτρης] λατρεύω τα κτίσματα αντί για τον δημιουργό, είμαι ειδωλολάτρης …   Dictionary of Greek

  • κτιστολάτρης — ο, θηλ. κτιστολάτρις (AM κτιστολάτρης, θηλ. κτιστολάτρις) νεοελλ. μσν. στον πληθ. οι κτιστολάτραι αιρετικοί μονοφυσίτες τού 6ου αιώνα που υποστήριζαν ότι το άφθαρτο σώμα τού Χριστού είναι κτιστό μσν. αρχ. κτισματολάτρης*, ειδωλολάτρης. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”